- προσέπνευσαν
- προσπνέωblowaor ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσπνέω — ΜΑ, και ποιητ. τ. προσπνείω Α (μτβ.) πνέω πάνω σε κάτι, εμπνέω («πᾱσιν δ ἥπιος ἥδε βροτοῑς μαλακούς... ἔρωτας προσπνέει», Θεόκρ.) αρχ. 1. γραμμ. προφέρω ή γράφω μια λέξη με δασεία 2. (αμτβ.) πνέω, φυσώ («εὐθὺς ἡμῑν ἀπ αὐτοῡ τοῡ τεμένους… … Dictionary of Greek